- δερματοκόπτης
- ογένος σαρκοκοπτιδών ακάρεων*.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στον Κ. Μητσόπουλο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δέρμα — I (Ανατ.).Προστατευτικό όργανο (πάχους 0,5 4 χιλιοστών), που καλύπτει ολόκληρη την επιφάνεια του σώματος και μεταπίπτει, κατά τις φυσικές οπές του, στους βλεννογόνους. Αποτελείται από ένα λεπτό επιφανειακό στρώμα επιθηλιακού ιστού, την επιδερμίδα … Dictionary of Greek
δερματοδήκτης — ο ο δερματοκόπτης* … Dictionary of Greek